αναγωγή

αναγωγή
Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία, αποσπώντας τον νου από τις απατηλές εικόνες των αισθήσεων, τον αναγκάζει να ενατενίζει τα καθαρότερα ιδεατά αντικείμενα και να αποκαλύπτει έτσι αλήθειες που δεν μπορούν να κατανοηθούν με άλλο τρόπο. Αργότερα, λεγόταν αναγωγικό ένα σύγγραμμα το οποίο απαιτούσε μια ανάταση του νου και η α. προσδιόριζε επίσης έναν αλληγορικό τρόπο της λογοτεχνικής έκφρασης, που τον θεωρούσαν απλό όργανο επικοινωνίας και διάδοσης υψηλών εννοιών: παράδειγμα αναγωγικού έργου μπορεί να θεωρηθεί συνεπώς η Θεία Κωμωδία του Δάντη. Η εφαρμογή της α. και η σχετική λέξη εξακολουθούσαν να κατέχουν περίοπτη θέση σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ως τμήμα της πλατωνικής και νεοπλατωνικής παράδοσης (Ιάμβλιχος, Πρόκλος) των πρώτων χριστιανικών αιώνων, από την οποία μεταβιβάστηκαν σε Εβραίους και χριστιανούς θεολόγους. Αυτοί ακριβώς ερμήνευσαν αναγωγικά όλα τα επεισόδια της Βίβλου, ακόμα και κείμενα εθνικών συγγραφέων (ιδιαίτερα του Βιργιλίου), οι οποίοι, χάρη σε μια τέτοια ερμηνεία, μπορούσαν να διαβαστούν και να διατηρηθούν σε έναν πολιτιστικό περίγυρο, που θεωρούσε αμαρτωλή την κατά γράμμα έννοιά τους. (Βιολ.) Μείωση των διαστάσεων οργάνου, απλοποίηση της κατασκευής του ή και απώλεια της ικανότητας λειτουργίας του κατά την ατομική ή ιστορική εξέλιξη των οργανισμών. (Ιατρ.) Η επαναφορά στο στόμα τροφών από το στομάχι ή τον οισοφάγο. Παρατηρείται στα βρέφη χωρίς να συνοδεύεται από εμετό, καθώς και σε υστερικές περιπτώσεις ή περιπτώσεις στένωσης του οισοφάγου και στομαχικών παθήσεων ενηλίκων. (Μαθημ.) Ο όρος χρησιμοποιείται: α) στην α. κλάσματος σε απλούστερη μορφή, απλοποίηση δηλαδή του κλάσματος, αφού απομακρυνθούν από αριθμητή και παρονομαστή οι κοινοί παράγοντες· β) στην α. περισσοτέρων κλασμάτων σε κοινό παρονομαστή, μετατροπή δηλαδή σε κλάσματα που έχουν την ίδια αξία, αλλά με τον ίδιο παρονομαστή· γ) στην α. στη μονάδα, όπου για να βρούμε την τιμή ενός μεγέθους, βρίσκουμε προηγουμένως την τιμή της μονάδας· δ) στην α. παράστασης σε άλλη ισοδύναμη (π.χ. ρητής συνάρτησης του χ σε άλλη ισοδύναμη)· ε) στην α. συστήματος μονάδων σε άλλο (π.χ. α. μερικού συστήματος στο δεκαδικό σύστημα). (Μεταλλ.)Μέθοδος παραγωγής μετάλλων από μεταλλεύματα, χρησιμοποιώντας αντιδράσεις α. Στις αντιδράσεις αυτές, η α. γίνεται είτε με θέρμανση σε υψηλές θερμοκρασίες είτε με ηλεκτρόλυση λιωμένων αλάτων ή και διαλυμάτων του μετάλλου. Στη μη σιδηρούχα μεταλλουργία, α. μετάλλων γίνεται κατά την παραγωγή μετάλλων από θειούχες ενώσεις, χλωρίδια και άλλες χημικές ενώσεις. (Μετεωρ.) Η διαδικασία ειδικής διόρθωσης των τιμών που παίρνουμε από τα μετεωρολογικά όργανα σε έναν τόπο, ώστε να μπορούν να συγκριθούν με τιμές διαφόρων τόπων, όπου επικρατούν διαφορετικές ατμοσφαιρικές συνθήκες. Για παράδειγμα, δύο υδραργυρικά βαρόμετρα που βρίσκονται στην ίδια ατμοσφαιρική πίεση, αλλά σε διαφορετικές θερμοκρασίες, έχουν και διαφορετικές ενδείξεις εξαιτίας της μεγαλύτερης διαστολής του υδραργύρου στο βαρόμετρο που βρίσκεται στη μεγαλύτερη θερμοκρασία. Για να συγκριθούν λοιπόν οι τιμές των ατμοσφαιρικών πιέσεων σε διαφορετικούς τόπους, πρέπει να διορθώσουμε το σφάλμα που προέρχεται από τη θερμοκρασία και το επιτυγχάνουμε αυτό με α. των βαρομετρικών υψών σε μια κοινή θερμοκρασία, που έχει διεθνώς καθιερωθεί (0°C). (Ναυτ.) Σειρά υπολογισμών για τον καθορισμό ορθής γραμμής πλεύσης μεταξύ δύο τμημάτωνξηράς, ώστε να γίνει α. στην πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο πηδαλιούχος με βάση την πυξίδα. (Νομ.) Σε περίπτωση ενοχής εις ολόκληρον, πρόκειται για το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης που πλήρωσε την οφειλή να στραφεί κατά των υπολοίπων συνοφειλετών και να απαιτήσει από καθέναν τους ίσο (ή ανάλογο) μέρος από το χρέος που εξοφλήθηκε. Σε περίπτωση που κάποιος από τους συνοφειλέτες που ευθύνονται σε ίσα μέρη (εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο) δεν πληρώσει το μερίδιό του, τότε το ποσό αυτό μοιράζεται σε ίσα μέρη ανάμεσα στον οφειλέτη που πλήρωσε την οφειλή και στους υπόλοιπους συνοφειλέτες.(Χημ.) Πρόσληψη ενός ή περισσοτέρων ηλεκτρονίων από ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων. Μερικές περιπτώσεις α. οφείλονται σε απώλεια οξυγόνου ή σε πρόσληψη υδρογόνου από μία ουσία ή σε μεταφορά ενός θετικού ιόντος από ένα επίπεδο ανώτερου οξειδωτικού αριθμού σε ένα κατώτερο. Κάθε φαινόμενο α. συνδέεται κανονικά με μια οξείδωση και αντίστροφα. «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση», έργο του Ντελακρουά που απεικονίζει δύο από τους αποκαλούμενος «αναγωγικούς ποιητές».
* * *
η (Α ἀναγωγή)
άρση, ανύψωση, το να οδηγείται κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
1. μετατροπή, μετασχηματισμός κάποιου πράγματος σε άλλο ισοδύναμο, απλούστερο, βασικότερο
2. απόδοση τών αιτίων σε κάτι
μσν.
μτφ. ανέβασμα, εξύψωση, εξιδανίκευση
αρχ.
1. αναχώρηση πλοίου, ταξίδι στο ανοιχτό πέλαγος, απόπλους
2. περιποίηση τών φυτών, καλλιέργεια
3. αγωγή, ανατροφή,
4. επίκληση (πνεύματος κ.λπ.)
5. εμετός, απόχρεμψη
6. απόδοση, επιστροφή δούλου στον πωλητή του, αποζημίωση
7. (ως φιλοσ. όρος) α) αναφορά στην πρώτη αρχή ή αιτία
β) ανάλυση ορισμών σε συλλογισμούς
γ) έκσταση, ενόραση, διαίσθηση
8. στον πληθ. αἱ ἀναγωγαί, προσφορές, θυσίες για την ευόδωση πλοίου που αποπλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγω. Η λ. ἀναγωγή παράγεται με αττικό διπλασιασμό
πρβλ. και ἄγω-ἀγωγή.
ΠΑΡ. αναγωγέας(-εύς), αναγώγια, αναγωγικός
αρχ.-μσν.
ἀναγώγιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναγωγή — leading up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγωγή — η 1. μετασχηματισμός κάποιου πράγματος σε άλλο πιο απλό αλλά ισοδύναμο: Αναγωγή των ετερόνυμων κλασμάτων σε ομώνυμα. 2. (χημ.), η αφαίρεση οξυγόνου από μια χημική ένωση ή η προσθήκη σ αυτή υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγωγῇ — ἀναγωγῆι , ἀναγωγεύς one that brings up from below masc dat sg (epic ionic) ἀναγωγή leading up fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγωγῆ — ἀναγωγεύς one that brings up from below masc nom/voc/acc dual ἀναγωγεύς one that brings up from below masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • ἀναγωγαῖς — ἀναγωγή leading up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγωγαί — ἀναγωγή leading up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγωγῇσι — ἀναγωγή leading up fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγωγήν — ἀναγωγή leading up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγωγῶν — ἀναγωγή leading up fem gen pl ἀναγωγός bringing up masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”